φαρυγγογλωσσικός

φαρυγγογλωσσικός
-ή, -ό, Ν
(ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στη γλώσσα και στον φάρυγγα («φαρυγγογλωσσικός μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharyngoglossus < φάρυγξ, -υγγος + γλώσσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”